- υποταρτάριος
- -ον, MA, θηλ. και -ία Μαυτός που βρίσκεται κάτω από τον Τάρταρο, στα τάρταρα (α. «ἐς σήραγγα τὴν ὑποταρταρίαν», Κ. Μανασσ.β. «θεοὺς... τοὺς ὑποταρταρίους», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ταρτάριος (< Τάρταρος)].
Dictionary of Greek. 2013.